- εναισχύνομαι
- ἐναισχύνομαι (Α)ντρέπομαι για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναισχυνθῆναι — ἐναισχύνομαι to be ashamed aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπηναισχύνθησαν — ἀπό , ἀνά αἰσχύνω make ugly aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) ἀπό ἐναισχύνομαι to be ashamed aor ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)